Translate

Friday, December 19, 2014

Using Love to conquer ( St. Isaac the Syrian )



Conquer evil men by your gentle kindness and make zealous men wonder at your goodness. Put the lover of legality to shame by your compassion. With the afflicted in mind. Love all men, but keep distant from all men.

St. Isaac the Syrian

Unceasing offering of oneself to God ( St. Theophan the Recluse )



When you begin to establish a routine prayer life, the words are important. To start we recite prayers from a prayer book and say them verbally. " But this is only the beginning of prayer," says St. Theophan. He sues the analogy of learning a language where we first learn the words and forms of the language from books but we don't stop at this point. We move on to converse freely in the language. the same is true in prayer.


We become accustomed to reading our prayers from books - using the prayer passed down to us by Our Lord, and by the Holy Fathers who had achieved the art of prayer. But we must not stop at this. It is necessary to extend ourselves further. Once we have become accustomed to turn our ears and hearts to God using this help given by others, we should then also attempt to bring something of our won to Him, so to speak; to pass on into our own prayerful conversation with God; to raise ourselves toward Him; to open ourselves to Him; to confess to Him the contents and needs of our souls.

He says prayer "should be an unceasing offering of oneself to Him."

To achieve this, it is necessary to begin - as often as possible during the day - by calling out to God from the heart in short words, according to one's needs and in ways appropriate to the events around you.

St. Theophan the Recluse

Το όραμα του Αγίου Ιωάννη της Κρονστάνδης για τον Αντίχριστο ( Αγίου Ιωάννη της Κρονστάνδης )


   

Ο Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης, από τη Ρωσία, διηγείται αυτό το όραμα που είχε τον Ιανουάριο του 1901:

«Οι αγιασμένοι άνθρωποι του Θεού δεν θα πρόδιδαν την πίστη ούτε με μια λέξη»

Μετά τις βραδινές προσευχές, ξάπλωσα λίγο να ξεκουραστώ στο αμυδρά φωτισμένο κελί μου, καθώς ήμουν κουρασμένος. Μπροστά από την εικόνα της Μητέρας του Θεού βρισκόταν κρεμασμένη η λαμπάδα μου. Δεν είχε περάσει πάνω από μισή ώρα, όταν άκουσα ένα θρόισμα. Κάποιος ακούμπησε τον αριστερό μου ώμο και με τρυφερή φωνή μου είπε: «σήκω δούλε του Θεού Ιωάννη, και ακολούθησε το θέλημα του Θεού!»
Σηκώθηκα και είδα κοντά στο παράθυρο έναν ένδοξο στάρετς [1] (γέροντα) με ψαρά μαλλιά, φορώντας ένα μαύρο μανδύα, και κρατώντας μια ράβδο στο χέρι του. Με κοιτούσε τρυφερά και κρατιόμουν με δυσκολία να μην πέσω εξαιτίας του μεγάλου φόβου μου. Τα χέρια και τα πόδια μου έτρεμαν, ήθελα να μιλήσω, άλλα η γλώσσα μου δεν με υπάκουε. Ο γέροντας έκανε το σημείο του σταυρού σε μένα και σύντομα γέμισα με γαλήνη και χαρά. Έπειτα, έκανα το σταυρό μου κι ο ίδιος.
Στη συνέχεια, έδειξε με τη ράβδο του προς το δυτικό τοίχο του κελιού μου, έτσι ώστε να
παρατηρήσω ένα συγκεκριμένο σημείο. Ο γέροντας είχε χαράξει στον τοίχο τους ακόλουθους αριθμούς:1913, 1914, 1917, 1922, 1924 και 1934. Ξαφνικά ο τοίχος εξαφανίστηκε και περπατούσα με το γέροντα σε ένα πράσινο λιβάδι και είδα πλήθος από χιλιάδες σταυρούς σαν σημάδια τάφων.
Ήταν ξύλινοι, πήλινοι ή χρυσοί. Ρώτησα τον γέροντα, για πιο λόγο υπήρχαν αυτοί οι σταυροί. Μου απάντησε γαλήνια, ότι οι σταυροί αυτοί υπάρχουν γι΄ αυτούς που υπέφεραν και δολοφονήθηκαν για την πίστη τους στο Χριστό και για τον Λόγο του Θεού, και έγιναν μάρτυρες. Και έτσι συνεχίσαμε να περπατάμε.
Ξαφνικά είδα ένα ολόκληρο ποτάμι από αίμα και ρώτησα τον γέροντα, ποια είναι η σημασία αυτού του αίματος και πόσο είχε χυθεί. Ο γέροντας κοίταξε γύρω και απάντησε: «Αυτό είναι το αίμα των αληθινών Χριστιανών!» Έδειξε έπειτα σε κάποια σύννεφα , και είδα πλήθος από αναμμένα καντήλια που έκαιγαν με άσπρη φλόγα. Άρχισαν να πέφτουν προς το έδαφος το ένα μετά το άλλο κατά δεκάδες και εκατοντάδες. Κατά την πτώση τους, σκοτείνιαζαν και γινόταν στάχτες.
Τότε ο γέροντας μου είπε, «Κοίτα!», και είδα σε ένα σύννεφο εφτά καιγόμενα καντήλια. Ρώτησα ποιο είναι το νόημα των καιγομένων καντηλιών που πέφτουν στο έδαφος και μου απάντησε: «Αυτές είναι οι εκκλησίες του Θεού που έχουν πέσει σε αίρεση, άλλα αυτά τα εφτά καντήλια στα σύννεφα είναι οι εφτά Εκκλησίες της μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, που θα μείνουν μέχρι τέλους του κόσμου!».
Ο γέροντας στη συνέχεια, έδειξε ψηλά στον αέρα και είδα και άκουσα αγγέλους να ψάλλουν: « Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ!».Ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων με κεριά στα χέρια τους μας προσπέρασαν, ενώ η χαρά φαινόταν να λάμπει στα πρόσωπά τους. Ήταν αρχιεπίσκοποι, μοναχοί, μοναχές, ομάδες λαϊκών, ενήλικες, νέοι, ακόμα και παιδιά και μωρά. Ρώτησα το θαυματουργό γέροντα ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι κι αυτός αποκρίθηκε: « Όλοι αυτοί είναι οι άνθρωποι που υπέφεραν για την Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία και για τις άγιες εικόνες που βρέθηκαν στα χέρια αμαρτωλών καταστροφέων».
Έπειτα ρώτησα το μεγάλο γέροντα, αν θα μπορούσα να κάτσω δίπλα τους. Ο γέροντας μπο είπε: « Είναι πολύ νωρίς για σένα να υποφέρεις, επομένως το να καθίσεις μαζί τους δεν είναι ευλογημένο από το Θεό!» Είδα πάλι ένα μεγάλο πλήθος από νεογέννητα που υπέφεραν για το Χριστό από τον Ηρώδη[2] και έλαβαν στέμμα από τον Επουράνιο Βασιλέα.
Προχωρήσαμε περισσότερο και πήγαμε σε μια μεγάλη εκκλησία. Ήθελα να κάνω το σημείο του σταυρού, άλλα ο γέροντας με συμβούλευσε: «Δεν είναι ανάγκη να κάνεις το σταυρό σου, επειδή αυτό το μέρος είναι το βδέλυγμα της ερημώσεως».[3]. Η εκκλησία ήταν σκοτεινή και καταθλιπτική. Στην Αγία Τράπεζα ήταν ένα αστέρι και ένα Ευαγγέλιο με αστέρια. Κεριά καμωμένα από πίσσα καιγόντουσαν και έτριζαν σαν καυσόξυλα. Το δισκοπότηρο στεκόταν εκεί, καλυμμένο με μια απαίσια βρωμιά. Υπήρχε κι ένα πρόσφορο[4] με αστέρια. Ένας ιερέας στεκόταν μπροστά από την Αγία Τράπεζα με ένα πρόσωπο κατάμαυρο σαν πίσσα, και μια γυναίκα βρισκόταν κάτω από την Αγία Τράπεζα, καλυμμένη με κόκκινα και με ένα αστέρι στα χείλη της και ούρλιαζε και γελούσε σε όλη την εκκλησία λέγοντας: «Είμαι ελεύθερη!» Σκέφτηκα: « Θεέ μου, πόσο τρομερό!».
Οι άνθρωποι σαν τρελοί άρχισαν να τρέχουν γύρω από την Αγά Τράπεζα, φωνάζοντας, σφυρίζοντας και χειροκροτώντας. Μετά, άρχισαν να τραγουδούν άσεμνα τραγούδια. Ξαφνικά, ένας κεραυνός άστραψε, ένα φοβερό αστροπελέκι αντήχησε, η γή σείσθηκε και η εκκλησία κατέρρευσε, στέλνοντας τη γυναίκα, τους ανθρώπους, τον παπά και τους υπόλοιπους στην άβυσσο. Σκέφτηκα: «Θεέ μου πόσο τρομερό, σώσε μας!».
Ο γέροντας είδε αυτό που είχε γίνει όπως και εγώ. Τον ρώτησα:»Πάτερ, πείτε μου, ποια είναι η σημασία αυτής της φοβερής εκκλησίας»; Αποκρίθηκε: «Αυτοί είναι οι κοσμικοί άνθρωποι, οι αιρετικοί, οι οποίοι εγκατέλειψαν την Αγία, Καθολική, Αποστολική Εκκλησία και αναγνώρισαν την πρόσφατη νεωτερίζουσα εκκλησία την οποία ο Θεός δεν έχει ευλογήσει. Σ' αυτή την εκκλησία δεν νηστεύουν, δεν παρακολουθούν ακολουθίες και δεν λαμβάνουν τη Θεία Κοινωνία»! Φοβήθηκα και είπα: « Ο Θεός μας ελεεί μα καταριέται αυτούς με θάνατο»! Ο γέροντας με διέκοψε και είπε: « Μη θρηνείς, μόνο προσευχήσου».
Έπειτα, είδα μια κοσμοσυρροή, καθένας από τους οποίους είχε ένα αστέρι στα χείλη και ήταν τρομερά εξαντλημένοι από τη δίψα, περπατώντας εδώ και εκεί. Μας είδαν και φώναξαν δυνατά: «Άγιοι Πατέρες, προσευχηθείτε για μας. Είναι πολύ δύσκολο για μας, επειδή εμείς οι ίδιοι δεν μπορούμε. Οι πατέρες και οι μητέρες μας δεν μας δίδαξαν το Νόμο του θεού.[5] Ούτε το όνομα του Χριστού δεν έχουμε και δεν έχουμε λάβει ειρήνη. Απορρίψαμε το Άγιο Πνεύμα και το σημείο του σταυρού. Άρχισαν να κλαίνε.
Ακολούθησα το γέροντα. «Κοίτα!», μου είπε δείχνοντας με το δάκτυλο του. Είδα ένα βουνό από ανθρώπινα πτώματα βαμμένα στο αίμα. Φοβήθηκα πολύ και ρώτησα τον γέροντα ποιο είναι το νόημα αυτών των νεκρών πτωμάτων. Μου απάντησε: «Αυτοί είναι οι άνθρωποι που έζησαν μοναστική ζωή, απορρίφθηκαν από τον Αντίχριστο, και δεν έλαβαν τη σφραγίδα του. Υπέφεραν για την πίστη τους για τον Χριστό και την Αποστολική Εκκλησία και έλαβαν τους στεφάνους του μαρτυρίου πεθαίνοντας για τον Χριστό. Να προσεύχεσαι γι΄ αυτούς τους δούλους του θεού!».
Χωρίς προειδοποίηση ο γέροντας γύρισε στο βορρά και έδειξε με το χέρι του. Είδα ένα αυτοκρατορικό παλάτι, γύρω από το οποίο έτρεχαν σκυλιά. Άγρια τέρατα και σκορπιοί ούρλιαζαν και επιτίθονταν έχοντας προτεταμένα τα δόντια τους. Και είδα τον Τσάρο να κάθεται σ' ένα θρόνο. Το πρόσωπό του ήταν χλωμό, άλλα ανδρείο. Έλεγε την ευχή του Ιησού.
Ξαφνικά έπεσε σαν νεκρός άνθρωπος. Το στέμμα του έπεσε. Τα άγρια θηρία, οι σκύλοι και οι σκορπιοί τσαλαπάτησαν τον βασιλιά. Ήμουν φοβισμένος και έκλαιγα πικρά. Ο γέροντας με πήρε από το δεξί ώμο. Είδα μια φιγούρα σαβανωμένη στα άσπρα- ήταν ο Νικόλαος ο Β'. Στο κεφάλι του ήταν ένα στεφάνι από πράσινα φύλλα, και το πρόσωπό του ήταν άσπρο και κάπως ματωμένο. Φορούσε ένα χρυσό σταυρό γύρω από το λαιμό του και ψιθύριζε ήσυχα μια προσευχή. Και μετά μου είπε με δάκρυα: «Προσευχήσου για μένα, Πάτερ Ιωάννη. Πες σε όλους τους Ορθοδόξους Χριστιανούς ότι εγώ ο Τσάρος - μάρτυρας, πέθανα ανδρείως για την πίστη μου στο Χριστό και την Ορθόδοξη Εκκλησία. Πες στους Άγιους Πατέρες ότι πρέπει να κάνουμε μια Παννυχίδα[6] για μένα τον αμαρτωλό, άλλα δεν θα υπάρξει τάφος για μένα!»
Σύντομα όλα έγιναν άφαντα στην ομίχλη. Έκλαψα πικρά προσευχόμενος για τον Τσάρο-μάρτυρα. Τα χέρια μου και τα πόδια μου έτρεμαν από φόβο. Ο γέροντας είπε: «Κοίτα!». Μετά είδα μια κοσμοσυρροή από ανθρώπους διασκορπισμένους γύρω στη γή που είχαν πεθάνει από πείνα, ενώ οι άλλοι έτρωγαν γρασίδι και φυτά. Τα σκυλιά κατέτρωγαν τα σώματα των πεθαμένων, ενώ η δυσοσμία ήταν τρομερή. Σκέφτηκα: «Κύριε, αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν πίστη». Από τα στόματά τους έβγαιναν βλασφημίες και γι' αυτό δέχθηκαν το θυμό του Κυρίου.
Είδα, επίσης, ένα ολόκληρο βουνό από βιβλία και ανάμεσα στα βιβλία σέρνονταν σκουλήκια εκπέμποντας μια τρομερή δυσοσμία. Ρώτησα το γέροντα ποια ήταν η σημασία αυτών των βιβλίων. Αυτός είπε: «Αυτά τα βιβλία είναι ασέβεια και βλασφημία που θα μολύνουν όλους τους Χριστιανούς με αιρετικές διδασκαλίες! Μετά ο γέροντας ακούμπησε το ραβδί του σε κάποια από τα βιβλία και άρπαξαν φωτιά. Ο άνεμος διασκόρπισε τις στάχτες.
Στη συνέχεια είδα μια εκκλησία γύρω από την οποία ήταν στοίβα από δεήσεις για τους αποθανόντες. Έσκυψα και θέλησα να τις διαβάσω, άλλα ο γέροντας είπε: «Αυτές οι δεήσεις για τους πεθαμένους βρίσκονται εδώ πολλά χρόνια και οι ιερείς τις έχουν ξεχάσει. Δεν πρόκειται ποτέ να τις διαβάσουν, άλλα οι νεκροί θα ζητούν κάποιον να προσευχηθεί γι' αυτούς!» Εγώ τον ρώτησα: «Ποιοι θα προσευχηθούν γι' αυτούς;». Ο γέροντας αποκρίθηκε: « Οι Άγγελοι θα προσευχηθούν γι' αυτούς».
Προχωρήσαμε πιο πέρα, και ο γέροντας τάχυνε το βήμα του τόσο που με δυσκολία τον προλάβαινα. «Κοίτα!», μου είπε. Είδα ένα μεγάλο πλήθος από ανθρώπους να καταδιώκονται από τους δαίμονες οι οποίοι τους κτυπούσαν με πασσάλους, με δίκρανα και γάντζους. Ρώτησα τον γέροντα ποιο είναι το νόημα αυτών των ανθρώπων. Μου αποκρίθηκε: «Αυτοί είναι εκείνοι που απαρνήθηκαν την πίστη τους και άφησαν την Αγία, Καθολική, Αποστολική Εκκλησία και δέχθηκαν την καινούρια νεωτερίζουσα εκκλησία. Αυτή η ομάδα, εκπροσωπεί τους ιερείς, τους μοναχούς, τις μοναχές, και τους λαϊκούς οι οποίοι απαρνήθηκαν τους όρκους τους, ή το γάμο τους, και δεσμεύθηκαν με το ποτό, την ανηθικότητα, και όλου του είδους τις βλασφημίες και τις διαβολές. Όλοι αυτοί έχουν τρομακτικά πρόσωπα και μια τρομερή δυσοσμία βγαίνει από τα στόματά τους. Οι δαίμονες τους κτυπούσαν, οδηγώντας τους στην τρομερή άβυσσο, από την οποία βγαίνουν οι φλόγες της κολάσεως. Ήμουν πολύ φοβισμένος. Έκανα το σημείο του σταυρού ενώ προσευχόμουν, ο Κύριος να μας αποτρέψει από τέτοια μοίρα!
Μετά, αντίκρισα μια ομάδα ανθρώπων, νέοι και γέροι μαζί, που ήταν όλοι ντυμένοι άσχημα, και κρατούσαν ψηλά ένα μεγάλο αστέρι με 5 σημεία. Σε κάθε γωνία ήταν 12 δαίμονες και στην μέση ήταν ο Σατανάς ο ίδιος με κέρατα και αχυρένιο κεφάλι. Έβγαλε ένα βλαβερό αφρό στους ανθρώπους, ενώ ανακοίνωνε αυτές τις λέξεις: «Σηκωθείτε εσείς οι καταραμένοι με τη σφραγίδα μου...»
Ξαφνικά εμφανίστηκαν πολλοί δαίμονες με σιδερένιες σφραγίδες και πα΄νω σε όλους τους ανθρώπους τοποθέτησαν τη σφραγίδα: στα χείλη τους, στους αγκώνες και στο δεξί χέρι. Ρώτησα τον γέροντα: «Τι σημαίνει αυτό;» Και αποκρίθηκε: «Αυτό είναι το σημάδι του Αντιχρήστου!». ¨εκανα το σταυρό μου και ακολούθησα το γέροντα.
Ξαφνικά, σταμάτησε και έδειξε προς την Ανατολή με το χέρι του. Είδα μια μεγάλη συγκέντρωση από ανθρώπους με χαρούμενα πρόσωπα που κουβαλούσαν σταυρούς και κεριά στα χέρια. Στο μέσο τους υπήρχε μια Αγία Τράπεζα τόσο λευκή όσο το χιόνι. Στην Αγία Τράπεζα υπήρχε ο σταυρός και το Άγιο Ευαγγέλιο και πάνω από την Αγία Τράπεζα ήταν ο αέρας με ένα χρυσό αυτοκρατορικό στέμμα πάνω στο οποίο ήταν γραμμένο με χρυσά γράμματα «Για το άμεσο μέλλον». Πατριάρχες, επίσκοποι, ιερείς, μοναχοί, μοναχές και λαϊκοί στέκονταν γύρω από την Αγία Τράπεζα. Όλοι έψαλαν: «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη». Από μεγάλη χαρά έκανα το σταυρό μου και δόξασα το Θεό.
Ξαφνικά ο γέροντας κούνησε το σταυρό του προς τα πάνω τρείς φορές και είδα ένα βουνό από πτώματα καλυμμένα από ανθρώπινο αίμα και από πάνω τους πετούσαν Άγγελοι. Έπαιρναν τις ψυχές αυτών που είχαν δολοφονηθεί για το Λόγο του Θεού προς τα ουράνια ενώ έψαλλαν: «Αλληλούϊα!»
Παρατήρησα όλα αυτά και έκλαψα δυνατά. Ο γέροντας με πήρε από τιο χέρι και μου απαγόρευσε να κλαίω. Ό,τι ευχαριστεί το Θεό είναι το ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός υπέφερε και έχυσε το πολύτιμο αίμα του για μας. Κάποιοι σαν αυτούς θα γίνουν μάρτυρες, που δε θα δεχθούν τη σφραγίδα του Αντιχρίστου, και όλοι αυτοί που θα χύσουν το αίμα τους θα λάβουν ουράνια στέμματα. Ο γέροντας έπειτα προσευχήθηκε γι' αυτούς τους δούλους του Θεού και στράφηκε στην Ανατολή καθώς τα λόγια του Προφήτη Δανιήλ βγήκαν αληθινά: «Το βδέλυγμα της ερημώσεως».
Τελικά είδα το θόλο του ναού της Ιερουσαλήμ. Πάνω του ήταν ένα αστέρι. Μέσα στην εκκλησία εκατομμύρια άνθρωποι συνέρεαν και πάλι πολλοί προσπαθούσαν να μπούν. Ήθελα να κάνω το σημείο του σταυρού, άλλα ο γέροντας μου άρπαξε το χέρι και είπε: «Εδώ είναι το βδέλυγμα της ερημώσεως».
Έτσι μπήκαμε στην εκκλησία, που ήταν γεμάτη κόσμο. Είδα μια Αγία Τράπεζα, που έκαιγαν κεριά από λίπος ζώων. Στην Αγία τράπεζα ήταν ένας βασιλιάς με κόκκινα, φλογισμένος, πορφυρός. Στο κεφάλι του ήταν ένα χρυσό στέμμα με ένα αστέρι. Ρώτησα το γέροντα: «ποίος είναι αυτός;» Μου απάντησε: « Ο Αντίχριστος». Ήταν πολύ ψηλός με μάτια σαν φωτιά, μαύρα φρύδια, ξυρισμένο μούσι, θηριώδης, πανούργος, διαβολικός με τρομακτικό πρόσωπο. Ήταν μόνος του στην Αγία Τράπεζα και έτεινε τα χέρια του στους ανθρώπους. Είχε νύχια σουβλερά σαν τίγρης και φώναζε: «Είμαι βασιλιάς, είμαι Θεός. Είμαι ο Αρχηγός. Αυτός που δεν έχει τη σφραγίδα μου θα θανατωθεί.».
Όλοι οι άνθρωποι έπεσαν κάτω και τον προσκύνησαν και εκείνος άρχισε να βάζει τη σφραγίδα του στα χείλη τους και στα χέρια τους, έτσι ώστε να μπορέσουν να λάβουν λίγο ψωμί και να μην πεθάνουν από πείνα και δίψα. Γύρω από τον Αντίχριστο, υπηρέτες του οδηγούσαν αρκετούς ανθρώπους που τα χέρια τους ήταν δεμένα, και δεν είχαν πέσει να τον προσκυνήσουν. Αυτοί είπαν: «είμαστε Χριστιανοί, και όλοι πιστεύουμε στον Κύριο μας Ιησού Χριστό!» Ο Αντίχριστος σύντριψε τις κεφαλές τους αστραπιαία, και το Χριστιανικό αίμα άρχισε να ρέει.
Ένα παιδί οδηγήθηκε μετά στην Αγία Τράπεζα του Αντιχρίστου να τον προσκυνήσει, άλλα τολμηρά διακήρυξε: «Είμαι Χριστιανός και πιστεύω στον Κύριο μας Ιησού Χριστό, άλλα εσύ είσαι υπηρέτης του Σατανά»!- θάνατος σ΄ αυτόν!» , αναφώνησε ο Αντίχριστος. Άλλοι που δέχθηκαν το σφράγισμα του Αντιχρίστου έπεσαν και τον προσκύνησαν.
Ξαφνικά μια βοή από κοσμοσυρροή ξανακούστηκε και χιλιάδες φωτισμένες αστραπές άρχισαν να αστράφτουν. Βέλη άρχισαν να χτυπούν τους υπηρέτες του Αντιχρίστου. ‘Επειτα, ένα μεγάλο φλεγόμενο βέλος άστραψε και χτύπησε τον Αντίχριστο τον ίδιο στο κεφάλι. Καθώς κουνούσε το χέρι του, το στέμμα του έπεσε και συνετρίβη στο έδαφος. Μετά εκατομμύρια πουλιά πέταξαν και κούρνιασαν στους υπηρέτες του Αντιχρίστου. Ένιωσα το γέροντα να με παίρνει από το χέρι.
Προχωρήσαμε περισσότερο, και είδα πάλι πολύ αίμα Χριστιανών. Ήταν εδώ που θυμήθηκα τις λέξεις του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στο Βιβλίο της Αποκαλύψεως, ότι το αίμα θα έφτανε ως το χαλινάρι του αλόγου. Σκέφτηκα: «Θεέ μου σώσε μας!» Εκείνη τη στιγμή είδα Αγγέλους να πετούν και να ψάλουν « Άγιος, ‘Αγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ»!
Ο γέροντας κοίταξε πίσω και άρχισε να λέει: «Μη λυπάσαι, γιατί σύντομα, πολύ σύντομα θα έρθει το τέλος του κόσμου! Προσευχήσου στον Κύριο. Ο Θεός είναι εύσπλαχνος στους υπηρέτες του». Ο καιρός πλησίαζε στο τέλος του. Έδειξε στην Ανατολή , έπεσε στα γόνατα και άρχισε να προσεύχεται. Κι εγώ προσευχήθηκα μαζί του. Μετά ο γέροντας άρχισε να απομακρύνεται γρήγορα από τη γή εις τας ουρανίους μονάς. Καθώς έκανε αυτό, θυμήθηκα ότι δε γνώριζα το όνομά του και έτσι ικέτεψα δυνατά: «Πάτερ πιο είναι το όνομά σου;» Τρυφερά απάντησε: «Σεραφείμ του Σαρώφ».
Ένα μεγάλο κουδούνι χτύπησε πάνω από το κεφάλι μου, άκουσα τον ήχο και σηκώθηκα από το κρεβάτι. « Κύριε, ευλόγησε και βοήθησέ με μέσω των προσευχών του Αγίου Γέροντα! Με φώτισες, τον αμαρτωλό δούλο σου, τον ιερέα της Κροστάνδης.»

Δεν κερδίζεις με το άγριο ( Αγιος Πορφύριος )



Ένας φίλος δέχθηκε, όπως μου εκμυστηρεύθηκε, τη σκληρή συμπεριφορά εκ μέρους ανθρώπων αυστηρών αρχών, με αποτέλεσμα να εξουθενωθεί και να παρεξηγηθεί τελείως, ως προς τον χαρακτήρα του. Ο Γέροντας τον ανέπαυσε, διότι έβαλε τα πράγματα στη θέση τους, πραγματοποιώντας πετυχημένη ψυχική ακτινογραφία του. Του είπε: «Είσαι καλός, ευαίσθητος, ήσυχος∙ είσαι πρόβατο του θεού. Αλλά, όταν σε πάρουν με το άγριο, μαζεύεσαι, αντιδράς εσωτερικά, και τότε είναι που σε παρεξηγούν πολύ και δεν σε καταλαβαίνουν. Όταν όμως σε πάρουν με το καλό, φανερώνεις από μέσα σου τέτοια καλά πράγματα, που κάνεις τους άλλους να ξαφνιάζονται. Οι άνθρωποι που σε παρεξήγησαν και σε πλήγωσαν δεν γνωρίζουν ούτε εκείνο τον παλιό μύθο, για τον άνεμο και τον ήλιο, που μάλωναν, ποιος είναι ο δυνατότερος κι έβαλαν στοίχημα, ότι όποιος βγάλει την κάπα του βοσκού, που εκείνη την ώρα ανηφόριζε το βουνό, θα είναι ο πιο δυνατός. Φύσηξε, ξαναφύσηξε ο άνεμος, αλλά ο βοσκός κρύωσε και τυλίχθηκε πιο σφιχτά στην κάπα του. Βγήκε τότε ο ήλιος απ’ τα σύννεφα, σκόρπισε γύρω καλοσύνη και θερμότητα, ζεστάθηκε ο βοσκός κι έβγαλε την κάπα του .Τότε ο ήλιος φώναξε στον άνεμο: «Είδες, ποιος απ’ τους δυο μας είναι ο δυνατότερος;» Και συμπέρανε ο π. Πορφύριος: «Δεν κερδίζεις τον άνθρωπο με το άγριο, αλλά μόνο με την καλοσύνη». [ Γ. 257π]

Αγιος Πορφύριος

God always helps. He always comes in time, but patience is necessary ( Elder Joseph the Hesychast )

Fortieth Letter

Come, my good and beloved sister. Come and I shall comfort your sorrow once again. Come and we shall bless God with the sweet voice of our heart, intoned through our mouth, and resonating in our nous, saying, "Bless the Lord, O my soul, and let all that is within me bless His holy name." [1]

Do you see how much the Lord loves us? Do you see how fortunate we ungrateful ones are for everything that His goodness gives us every day? But the time of the real harvest still awaits us: that blessed moment when we shall leave everything here and depart to the other homeland—the true one—the blessed life, the certain joy, so that each one of us receives the portion that the munificent, sweetest Jesus will give him.

O joy! O gratitude! O love of the heavenly Father! He cleanses us from all defilement, honors us, enriches us, bestowing His riches! There, my golden sister, there are no crafty people to wrong us. Envy and jealousy will have disappeared. There are no passions there whatsoever; those who have them have remained on the other side of the bridge. For a great gulf is fixed between here and there. [2]

But, O sweet love of Christ, what good didst Thou see in us that Thou didst lead us along Thy divine path?

So rejoice and exult, my beloved sister. Thank and glorify God, and behold, the time draws near. The time will soon come for us to hear the blessed voice, "Come unto me." [3] And as soon as these bodily eyes close, the noetic eyes of the soul will open. Then as if from sleep we shall wake up into the other life. Then you will see parents, brothers, relatives. Then you will see angels, saints, and the blessed Mother of all, the pure Virgin Theotokos, whom we all call upon at every moment and to whom, after God, we owe everything. Then, whom shall we speak with first, who will kiss us first, whom shall we kiss? With all purity, with all modesty, with all holiness. So who, expecting such blessings, would not endure every sorrow here of this present life?

Therefore, my good beloved sister, make a review of your life. Examine in what manner you have passed your life. Recall the innumerable benefactions of our Savior Jesus Christ and His sweetest Mother, and be patient in the temptations that come.

God always helps. He always comes in time, but patience is necessary. He hears us immediately when we cry out to Him, but not in accordance with our own way of thinking.

You think that your voice did not immediately reach the saints, our Panagia, and Christ. On the contrary, even before you cried out, the saints rushed to your aid, knowing that you would call upon them and seek their God-given protection. However, since you do not see beyond what is apparent and do not know how God governs the world, you want your request to be fulfilled like lightning. But this is not how things are. The Lord wants patience. He wants you to show your faith. You cannot just pray like a parrot. It is necessary also to work towards whatever one prays for, and then to learn to wait. You see that what you longed for in the past has finally happened. However, you were harmed because you didn't have the patience to wait, in which case you would have gained both the one and the other: both the temporal and the eternal.

Now you become angry and fainthearted and grieved, thinking that the heavenly Father is slow in answering. But I tell you that this will also happen as you desire—it will definitely happen—but first it takes prayer with all your soul, and then you must wait. And when you have forgotten your request and have ceased asking for it, it will come to you as a reward for your patience and endurance. When you reach the verge of despair while praying and seeking, then the fulfillment of your request is near. Christ wants to heal some hidden passion within you, and this is why He delays in granting your request. If you obtain it sooner, when you demand it, your passion remains uncured within you. If you wait, you obtain your request and the cure of the passion. And then you rejoice exceedingly and give warm thanks to God Who arranges all things in wisdom and does everything for our benefit.

So then, there is no point in losing heart, getting upset, complaining. You must close your mouth. Let no one perceive that you are disturbed. Don't fume with anger, as if to work it out of your system, but rather be calm. Burn the devil through patience and forbearance.

The Lord, Who destroys all who speak lies, is my witness that I have greatly benefited by the advice I am giving you. The temptations I had were strong enough to make you think that your soul would depart due to the pain, as if from a flaming furnace. Nevertheless, once the trial is over, so much consolation comes that you feel as if you were in paradise without a body. Then Christ loves you, our Panagia loves you, the saints praise you, and the angels admire you.

Do you see how many good things temptations and afflictions cause? So if you too want to see, to taste the love of Christ, endure whatever comes upon you—not whatever you like, but whatever the Lord wants to test you with. What we buffer voluntarily is absolutely nothing in comparison with the trials the Lord sends us against our will. The hostile devil fights us bone against bone and blood against blood, as much as God allows. He fights so much, that one melts and flows like wax before the fire. [4] But when the trial passes, you are totally filled with joy. You are encompassed with extraordinary light and see mysteries which the human tongue is unable to utter. And henceforth you thirst for more temptations, when they will come again, since you have already learned how salutary they are.

This is truly the road, my sister, and the one writing to you bears witness to the truth out of his own experience. So be brave and strong in the Lord, enduring whatever comes to you, expecting, along with the pain, the peace and grace of God. Be strong and give courage to your soul, considering that the lame and the maimed do not enter into these good things. Christ allows temptations so that we may be purified of our predispositions. Temptations are like soap and a mallet which hits us and whitens us. All the clothes that are firm are useful for the Bridegroom. But those which do not endure the mallet are torn and thrown out in the trash.

Therefore, let us exert ourselves a little bit here, for the time draws near. Keep the letters I send you, so that you will have them when afflictions trouble you, because it seems to me that I shall soon leave you. The more that time passes, the more seriously ill I become. I am like a paralytic now.

Postscript: I don't have time to write to you about the miracle that the Lord showed me to correct a mistake I was making out of ignorance, as you know. So, do you see the great goodness of our Lord? Do you see that He even works miracles when His divine providence deems it suitable? Many times a person is deluded out of ignorance or because others mislead him. But when he has an upright soul and good intentions, the Lord does not abandon him, but will bring him enlightenment in various ways. This makes me feel like dirt, ash, and a worm of the earth.

Most truly, great is the mercy of the Lord. The Psalmist is right in saying, "Not according to our sins hath He dealt with us, nor according to our iniquities hath He rewarded us." [5]

So then, why shouldn't you thank God? Why should you grumble? If I were to write to you the temptations I undergo, you would not be able to bear it. Nevertheless, the grace of Christ and our Panagia dispels them all. Have patience, for the Theotokos, the Queen and Lady of all, does not abandon us. She prays for us.



Endnotes
Ps. 102:1
cf. Lk. 16:26
Mt. 11:28
Ps. 67:2
Ps. 102:9 



Fortieth Letter 
Monastic Wisdom 
The Letters of Elder Joseph the Hesychast

Accepting the Light of Christ ( St. Seraphim of Sarov )

 In order to accept and perceive the light of Christ in one’s heart, it is necessary to divert oneself from the external as much as possible. First, by cleansing the soul with penitence and good deeds with true faith in the Crucified; then, by closing the physical eyes, it is necessary to immerse the mind in the heart and appeal to the name of our Lord Jesus Christ continually. Then, by measure of our zealousness and fervor of spirit for the Beloved (Lk. 3:22), a person with the calling of this name finds delight, which arouses a thirst toward greater enlightenment.

When a person internally contemplates the eternal light, his mind becomes clean and free of any sensory notions. Then, by being completely immersed in the contemplation of uncreated beauty, he forgets everything sensory, does not want to see even himself, but desires to hide in the heart of the earth, if only not to be deprived of this true good — God.

St. Seraphim of Sarov

Η προσβολές κατά την ώρα του θανάτου ( Αόρατος πόλεμος )



Τέσσερις είναι οι κυριώτερες προσβολές και πιο επικίνδυνες με τις οποίες συνηθίζουν να μας πολεμούν οι εχθροί μας δαίμονες κατά την ώρα του θανάτου. Ο πόλεμος που μας κάνουν εναντίον της πίστεως, η απόγνωσις, η κενοδοξία και τα διάφορα φαντάσματα και οι μεταμορφώσεις των δαιμόνων σε Αγγέλους φωτός.

Όσο για την πρώτη προσβολή σου λέγω ότι αν αρχίση ο εχθρός να σε πολεμά με τα ψεύτικα επιχειρήματά του βάζοντας στο νού λογισμούς απιστίας, φύγε αμέσως από το νού σου στη θέλησί σου λέγοντας: «Πήγαινε πίσω μου Σατανά, πατέρα του ψεύδους, διότι εγώ δεν θέλω καθόλου να σε ακούσω, διότι μου είναι αρκετό να πιστεύω εκείνο που πιστεύει η αγία μου εκκλησία».

Και μην αφήσης καθόλου τόπο στην καρδιά σου στους λογισμούς της απιστίας, όπως αναφέρεται: «Εάν Πνεύμα του εξουσιάζοντος, δηλαδή του εχθρού, σου επιτεθή, μην μετακινηθής από την θέσι σου» (Εκκλ. 10,4). Αυτούς τους λογισμούς να τους θεωρής ως κινήσεις του διαβόλου που προσπαθεί την ώρα εκείνη να σε σκανδαλίση. Κι αν δεν μπορής να στηρίξης το νού σου, στάσου με ανδρεία και μένε σταθερός με την θέλησί σου για να μην πέσης σε κανένα λογισμό ή και σε κανένα ρητό της Αγίας Γραφής, το οποίο θα σου προσφέρη ο εχθρός. Γιατί, όσα ρητά της Αγίας Γραφής κι αν σου θυμίση την ώρα εκείνη, είναι ακρωτηριασμένα (ελλιπή), προσφέρονται με κακό σκοπό, άσχημα εξηγημένα κι αν ακόμη φαίνωνται καθαρά, καλά και φανερά.

Κι αν ο πονηρός όφις σε ρωτήση και σου πή με τον λογισμό τι πιστεύει η εκκλησία, καταφρόνησέ τον εντελώς και μην του αποκριθής. Αλλά βλέποντας το ψεύδος και την πονηριά του και ότι προσπαθεί να σε πιάση με τα λόγια, πίστευε χωρίς καμμία αμφιβολία με όλη σου την καρδιά.

Σε περίπτωσι πάλι που είσαι δυνατός στην πίστι και έχεις δυνατό λογισμό και θέλεις να κάνης τον εχθρό να καταντροπιασθή, απάντησέ του ότι η αγία μου εκκλησία πιστεύει στην αλήθεια. Κι αν σου πή ποιά είναι αυτή η αλήθεια, να του απαντήσης: εκείνο που πιστεύει αυτή.

Πάνω από όλα κράτα την καρδιά σου πάντοτε σταθερή και προσεκτική και στραμμένη προς τον Εσταυρωμένο λέγοντας: «Θεέ μου, Ποιητά μου και Λυτρωτά μου, βοήθησέ με γρήγορα και μην παραχωρήσης να πέσω ποτέ από την αλήθεια της αγίας σου πίστεως.

Αλλά ευδόκησε, όπως με την χάρι σου γεννήθηκα στην αλήθεια αυτή, έτσι να τελειώσω και την θνητή μου ζωή σ αυτήν προς δόξαν του ονόματός σου».
 

Αόρατος πόλεμος 

http://agapienxristou.blogspot.ca/2013/12/blog-post_23.html

Πώς να είμαστε προσεκτικοί σχετικά με το τι λέμε

 
Ανάγκη μεγάλη είναι να κυβερνά κάποιος όπως πρέπει την γλώσσα του και να την χαλιναγωγή. Γιατί, κάθε ένας κλίνει πολύ στο να την αφήνη να τρέχη και να ομιλή για εκείνα που δίνουν ευχαρίστησι στις αισθήσεις μας η πολυλογία, τις περισσότερες φορές, προέρχεται από την υπερηφάνεια, από την οποία, φανταζόμενοι εμείς πως γνωρίζουμε πολλά, και ικανοποιώντας τη γνώμη μας, πιεζόμαστε με πολλές επαναλήψεις των λόγων μας, να τυπώσουε την γνώμη μας αυτή στις καρδιές των άλλων, για να τους κάνουμε τον δάσκαλο, σαν να έχουν ανάγκη να μάθουν από μας και μάλιστα την ίδια υπερηφάνεια δείχνουμε όταν τους διδάσκουμε χωρίς αυτοί να μας ρωτήσουν πρώτα.

Τα κακά που γεννιούνται από την πολυλογία, δεν είναι δυνατό να τα περιγράψουμε με λίγα λόγια η πολυλογία είναι μητέρα της ακηδίας υπόθεσις άγνοιας και ανοησίας πόρτα της καταλαλιάς, υπηρέτης των ψεμμάτων και ψυχρότητα της ευλαβούς θερμότητας τα πολλά λόγια δυναμώνουν τα πάθη και από αυτά κινείται μετά από αυτά η γλώσσα με περισσότερη ευκολία στην αδιάκριτη συζήτησι.

Γι αυτό και ο Απόστολος Ιάκωβος, θέλοντας να φανερώση πόσο δύσκολο είναι το να μην αμαρτάνη κάποιος στα λόγια που λέει, είπε ότι αυτό είναι χαρακτηριστικό των τελείων ανδρών «Αν κάποιος δεν κάνη σφάλματα με τα λόγια, αυτός είναι τέλειος άνθρωπος, ικανός να χαλιναγωγήση όλο του τον εαυτό» (3).

Γιατί, αφού η γλώσσα αρχίσει μία φορά να μιλάει, τρέχει σαν αχαλίνωτο άλογο, και δεν μιλάει μόνο τα καλά και αυτά που πρέπει, αλλά και τα κακά γι αυτό και ονομάζεται αυτή από τον ίδιο τον Απόστολο, «μεστή από κακό, γεμάτη από δηλητήριο θανατηφόρο». Όπως σύμφωνα και ο Σολομώντας είπε, ότι από την πολυλογία δεν θα αποφύγης την αμαρτία «εκ πολυλογίας ουκ εκφεύξη αμαρτίαν» (Παρ. 10,20). Και για να μιλήσουμε γενικά, όποιος μιλάει πολύ, δείχνει ότι είναι ανόητος «ο άφρων πληθύνει λόγους» (Εκκλ. 10,14).



Γιά τον Θεό, να μιλάς με όλη σου την όρεξι και μάλιστα για την αγάπη και την αγαθότητά του. Αλλά με φόβο, σκεπτόμενος, ότι μπορείς να κάνης λάθος ακόμη και σε αυτό. Οπότε, καλύτερα αγάπα να προσέχης, όταν άλλοι μιλούν σχετικά με αυτά, φυλάττοντας τους λόγους τους στα εσωτερικά της καρδιάς σου.

Γιά τα άλλα που μιλάνε, μόνο ο ήχος της φωνής ας ενοχλή την ακοή σου"αλλά ο νους σου, ας στέκεται ανυψωμένος στο Θεό.

Αλλά και όταν ακόμη είναι ανάγκη να ακούσης εκείνον, που μιλάει για να καταλάβης και να του απαντήσης, και τότε μην παραλείψης ανάμεσα να υψώσης κάποιο με το λογισμό στον ουρανό, που κατοικεί ο Θεός σου και σκέψου το ύψος του και Πως αυτός βλέπει πάντα την μηδαμινότητά σου, εξέταζε καλά εκείνα, που έρχονται στην καρδιά σου για να πής, πριν να περάσουν στη γλώσσα και θα βρής πολλά, που είναι καλύτερα να μην βγούν από το στόμα σου αλλά ακόμη γνώριζε, ότι και από εκείνα, που σκέφτεσαι ότι είναι καλά να πής, είναι πολύ καλύτερο να τα θάψης στη σιωπή και θα το γνωρίσης, αφού περάση εκείνη η συνομιλία.

Η σιωπή, είναι μία μεγάλη ενδυνάμωσις του Αοράτου Πολέμου και μία σίγουρη ελπίδα της νίκης η σιωπή, είναι πολύ αγαπημένη από εκείνον, που δεν εμπιστεύεται τον εαυτό του, αλλά ελπίζει στο Θεό είναι φύλακας της ιεράς προσευχής και θαυμαστή βοήθεια στην εκγύμνασι των αρετών και ακόμη είναι σημείο φρονιμάδας.

Γιατί, αν και άλλος δεν μιλάη, το κάνει γιατί δεν έχει λόγο να πή «Εστί σιωπών, ου γαρ έχει απόκρισιν» (Σειράχ κεφ. 5) και άλλος, διότι φυλάττει τον κατάλληλο καιρό για να μιλήση «Και έστι σιωπών, ειδώς καιρόν» (αυτόθι). Και άλλος για άλλες αιτίες γενικά όμως και ολοκληρωτικά, όποιος δεν μιλάει, δείχνει Πως είναι φρόνιμος και σοφός «εστί σιωπών και αυτός φρόνιμος» (Σειρ. 14,27). «Ένας σιωπαίνει και αποδεικνύεται σοφός» (Σειρ. 20,4).

Γιά να συνηθίσης να σιωπάς, σκέψου πολλές φορές τις ζημιές και τους κινδύνους της πολυλογίας και τα μεγάλα καλά της σιωπής και αυτούς τους τρεις τρόπους, που είπα στα προηγούμενα τρία κεφάλαια, δηλαδή το να ανεβαίνη κάποιος από τα αισθητά στη θεωρία του Θεού, στη θεωρία του σαρκωθέντος Λόγου και στο στολισμό των ηθών, μπορούν να μεταχειρίζονται εκείνοι, που έχουν γνώσι, διάκρισι και δύναμι στο λογισμό, για να διορθώνουν τις αισθήσεις τους με αυτούς.

Όσοι όμως δεν έχουν αυτή την γνώσι και την δύναμι, αυτοί με άλλον τρόπο μπορούν να διορθώνουν τις αισθήσεις τους δηλαδή, με όλη τους την δύναμι να απέχουν από όλα εκείνα τα αισθητά, που μπορούν να βλάπτουν την ψυχή τους.

Και λοιπόν, εσύ αδελφέ μου, α΄ μεν, πρέπει να φυλάττης με μεγάλη προσοχή τους κακούς και γρήγορους κλέφτες που έχεις, δηλαδή, τα μάτια σου, και να μην τα αφήνης να τεντώνονται και να βλέπουν με περιέργεια τα πρόσωπα των γυναικών, τόσο τα όμορφα, όσο και τα άσχημα ή τα πρόσωπα των ανδρών και μάλιστα των νέων και αγένειων ή να βλέπουν την ξεγύμνωσι όχι μόνο των ξένων σωμάτων, αλλά και αυτού του ιδίου σου σώματος. Γιατί από αυτήν την περιέργεια και το εμπαθή κοίταγμα, η καρδιά συλλαμβάνει την ηδονή και την επιθυμία της πορνείας και της παιδεραστίας.

Καθώς είπε ο Κύριος. «Όποιος βλέπει γυναίκα με επιθυμία πονηρή, έχει κιόλας μέσα του διαπράξει την μοιχεία με αυτήν» (Ματθ. 5,38). Και κάποιος σοφός είπε «εκ του οράν, τίκτεται το εράν» . Γι αυτό και ο Σολομώντας παραγγέλνει, να μη πιαστούμε από τα μάτια μας, μήτε να νικηθούμε από επιθυμία ωραιότητας «υιε, μη σε νικήση κάλλους επιθυμία, μητέ αγρευθής σοίς οφθαλμοίς» (Παρ. 6,25).

Εκτός από αυτά, φυλάξου να μη βλέπης περίεργα τα όμορφα φαγητά και ποτά, ενθυμούμενος την πρώτη μητέρα του γένους μας Εύα η οποία, για να δη τον απαγορευμένο καρπό του εμποδισμένου ξύλου στον Παράδεισο, τον επιθύμησε, τον πήρε, τον έφαγε και έτσι πέθανε ούτε να βλέπης με ευχαρίστησι τα όμορφα ρούχα ή τον χρυσό και το αργύριο ή τις λαμπρές δόξες του κόσμου, για να μη περάση από τα μάτια σου μέσα στη ψυχήν σου το πάθος της φιλοδοξίας και φιλαργυρίας. «Απόστρεψαν γαρ, φησι, τους οφθαλμούς μου, του μη ιδείν ματαιότητα» (Ψαλμ. 118.) και για να μιλήσω γενικά, φυλάξου να μη βλέπης χορούς, παιχνίδια, τραπέζια, ξεφαντώματα, μαλώματα, παλαίσματα, τρεχάματα και όλα τα άλλα άτακτα και άσεμνα πράγματα, που αγαπά ο ηλίθιος κόσμος και έχει απαγορευμένα ο νόμος του Θεού αλλά απόφευγε και κλείσε τα μάτια σου από αυτά, για να μη γεμίσης την καρδιά και την φαντασία σου από άσχημες εικόνες και πάθη, και ξεσηκώσης ταραχή και νέο πόλεμο εναντίον σου, αφήνοντας τον αγώνα, που έχεις να αγωνίζεσαι εναντίον των παλαιών σου παθών. Αγάπα όμως να βλέπης τις Εκκλησίες, τις αγίες εικόνες, τα ιερά βιβλία, τα κοιμητήρια, τους τάφους και όσα άλλα είναι σεμνά και άγια, των οποίων η θεωρία σε ωφελεί.

Α΄. Πρέπει να προφυλάττης τα αυτιά σου. Πρώτα για να μην ακούς τα αισχρά και ερωτικά λόγια, τα τραγούδια και τα μουσικά όργανα, από τα οποία γλυκαίνεται η ψυχή σου και η καρδιά σου ανάβει από την σαρκική επιθυμία. Γιατί είναι γραμμένο «απομάκρυνε από μένα τα επονείδιστα λόγια» (Παρ. κζ΄ 11).

Κατά δεύτερο λόγο, για να μην ακούς τα αστεία και τα γελωτοποιά λόγια, τα οποία μάλιστα είναι φαντασιώσεις και τα κάθε είδους και διάφορα του κόσμου ψέμματα, νοστιμευόμενος και γλυκαινόμενος από αυτά. Επειδή δεν είναι σωστό στο χριστιανό να ακούη με ευχαρίστησι αυτά, αλλά εκείνων των διεφθαρμένων ανθρώπων, σχετικά με τους οποίους είπε ο Παύλος, ότι, «θα κλείσουν τα αυτιά τους στην αλήθεια και θα στραφούν στα παραμύθια» (Β΄. Τιμοθ. δ 4.)

Τρίτο, για να μην ακούς με ευχαρίστησι τις κατακρίσεις και πολυλογίες που οι άλλοι κάνουν εναντίον του πλησίον αλλά ή να τις εμποδίζεις, αν μπορείς ή να μην κάθεσαι να τις ακούς. Επειδή ο μέγας Βασίλειος θεωρεί άξιους αφορισμού, τόσο εκείνους που πολυλογούν, όσο και εκείνους που στέκονται και ακούν τις συκοφαντίες"«Αν βρεθή κάποιος να καταλαλή άλλον ή αν ακούη να καταλαλούν και δεν τους επιτιμά ...; μαζί με αυτόν να αφορίζεται» .

Τέταρτο, φυλάξου να μη γλυκαίνεσαι και ακούς τα περιττά και μάταια λόγια και τις φλυαρίες, στις οποίες καταπιάνεται ο περισσότερος κόσμος"γιατί, είναι γραμμένο «δεν θα ακούσης λόγο μάταιο» (Έξοδ. 23,1). Και ο Σολομώντας είπε"«μάταιο λόγο κάντον μακρυά μου» (Παρ. 30,8). Και ο Κύριος είπε «Γιά κάθε μάταιο λόγο που θα πούν οι άνθρωποι, θα λογοδοτήσουν την ημέρα της κρίσεως» (Ματθ. 12,36).



Και για να πούμε σύντομα, φυλάξου να μην ακούς όλα εκείνα τα λόγια και ακούσματα, που μπορούν να βλάψουν την ψυχή σου"αυτά κυρίως είναι οι κολακείες των κολάκων και οι έπαινοι, σχετικά για τους οποίους είπε ο Ησαΐας «λαός μου, αυτοί που σάς καλοτυχίζουν, σάς κοροϊδεύουν» (3,11). Αγάπησε δε να ακούς τα θεία λόγια, τις ιερές μελωδίες και ψαλμωδίες, και όλα όσα είναι σεμνά, άγια, σοφά και ψυχωφελή"και μάλιστα αγάπα να ακούς τις ατιμίες και τις βρισιές που σου κάνουν οι άλλοι.

Ε΄. Φύλαξε την όσφρησί σου από τα μυρωδικά, τους μόσχους και άλλα ευωδιαστά αρώματα, τα οποία δεν πρέπει ούτε πάνω σου να τα βάζης ή να τα αλείφης, ούτε με υπερβολή να μυρίζεσαι. Επειδή αυτά, όλα είναι χαρακτηριστικό των ασέμνων γυναικών, και όχι των φρονίμων ανδρών, και κοιμίζουν την γενναιότητα της ψυχής, και την σπρώχνουν σε πορνικά πάθη και επιθυμίες και κάνουν να έρχωνται σε αυτούς που τα μεταχειρίζονται, οι προφητικές εκείνες κατάρες, που λένε «Και αντί της ευχάριστης ευωδίας, θα υπάρχη μούχλα» (Ησ. 3,23), «Και αλοίομονο σε όσους αλείφονται με τα καλύτερα αρώματα» (Άμ. 6,6).

ΣΤ΄. Φύλαξε την γεύσι και την κοιλιά σου, για να μην υποδουλώνεται σε παχυντικά και ευχάριστα και πολυποίκιλα φαγητά, και νόστιμα και ευώδη ποτά. Γιατί, τα τρυφερά αυτά τραπέζια, πριν να τα αποκτήσης, θα σε κάνουν να πέσης σε κλεψιές, ψέματα, κολακείες, και άλλα χίλια υπηρετικά πάθη και κακά"αφού όμως τα αποκτήσης, θα σε γκρεμίσουν στους λάκκους των σαρκικών ηδονών και κτηνόμορφων επιθυμιών, όσες πραγματοποιούνται κάτω από την κοιλιά"και θα φέρουν εναντίον σου τις προφητικές εκείνες κατάρες του Αμώς"«Αλοίμονο εσείς που τρώτε τρυφερά αρνάκια και καλοθρεμένα μοσχαράκια από τα κοπάδια ...;.» (6,4).

Ζ΄. Πρέπει να φυλάγεσαι, να μην πιάνης με το χέρι όχι μόνο ξένο σώμα γυναίκας, άνδρα ή γέροντα, το ίδιο και νεώτερου, αλλά ούτε το δικό σου σώμα και μάλιστα τα απόκρυφα σημεία σου, χωρίς να υπάρχη ανάγκη. Γιατί, όσο άκομψη είναι αυτή η αίσθησις της αφής, τόσο αισθητική και ζωντανή είναι και παρακινεί τα πάθη της σάρκας, και γκρεμίζει τον άνθρωπο ως αυτή την πράξι της αμαρτίας.

Και όλες μεν οι άλλες αισθήσεις, υπηρετούν την αφή, και κατά κάποιο τρόπο, από μακριά εργάζονται την αμαρτία. Αλλά όταν κάποιος φθάση στην αφή, δηλαδή φτάνη και πιάνη, δύσκολα πια μπορεί να κρατηθή και να μην διαπράξη την αμαρτία.

Στην αίσθησι της αφής, αναφέρεται και ο στολισμός της κεφαλής και του σώματος και των ποδιών. Οπότε, φυλάξου να μη στολίζης το σώμα σου με μαλακά και διάφορα και λαμπρά ρούχα ή με πολυέξοδα καλύμματα της κεφαλής ή με πολύτιμα παπούτσια, γιατί αυτά αρμόζουν στις γυναίκες και στους άνδρες δεν ταιριάζουν, αλλά μόνο να φοράς σεμνά και ταπεινά και όσα είναι αναγκαία και χρειάζονται, στο κρύο του χειμώνα και στον καύσωνα του καλοκαιριού για την συντήρησι του σώματος, για να μην ακούσης και συ εκείνο, που άκουσε ο πλούσιος που ντύθηκε την βασιλική και μεταξωτή ενδυμασία, δηλαδή, το"«Απέλαβες τα αγαθά σου εν τη ζωή σου» (Λουκ. 16,25) και έλθη πάνω σου η κατάρα που λέγει ο Ιεζεκιήλ"«Θα βγάλουν τους μανδύες τους και θα πετάξουν από πάνω τους τα χρυσοκέντητα ρούχα τους» (26,16).

Στην αφή αναφέρονται ακόμη και οι άλλες ανέσεις του σώματος"όπως είναι, το φτιάξιμο των μαλλιών και το συχνό πλύσιμο των γενιών, τα λαμπρά και πολύτιμα σπίτια, τα πολυέξοδα και μαλακά στρώματα και καθίσματα. Από αυτά όλα να φυλάγεσαι, ως βλαβερά της συνέσεώς σου και υπεύθυνα της πορνείας και των σαρκικών παθών, για να μην κληρονομήσης το ουαί του Αμώς, που λέγει"«Αλοίμονο σε σάς που ξαπλώνετε σε ανάκλιντρα στολισμένα με ελεφαντόδοντο» (6,4).

Αυτά που σου είπα ως τώρα, είναι η γη, την οποία κατεδικάστηκε να τρώη το νοητό φίδι ο διάβολος. Αυτά είναι, η ύλη και η τροφή, με την οποία τρέφονται όλα τα πάθη της σάρκας. Και λοιπόν, εάν εσύ δεν τα καταφρονήσης, ως δήθεν μικρά, αλλά πολεμήσης γενναία και δεν τα αφήσης να μπούν μέσα από τις αισθήσεις στην ψυχή και την καρδιά σου, σε πληροφορώ, ότι αλήθεια, εύκολα θα εξαφανίσης με την ατροφία τον διάβολο και τα πάθη και σε λίγο καιρό θα φανής νικητής άριστος σε αυτόν τον Αόρατο Πόλεμο.

Γιατί είναι γραμμένο στον Ιώβ, ότι ο μυρμηκολέοντας (δηλαδή ο διάβολος) εξαφανίστηκε και χάθηκε μη έχοντας να φάη τροφή, «Μυρμηκολέων ώλετο, παρά το μη έχειν βοράν» (δ 11) .


http://agapienxristou.blogspot.ca/2013/12/blog-post_6328.html