Translate

Sunday, October 16, 2016

Ἡ ζωντανή παρουσία τῆς Παναγίας


 

Περιστατικά ἀπό τήν ζωή φυλακισμένων Ρουμάνων Μαρτύρων καί ὁμολογητῶν τοῦ 20οῦ αἰῶνος

Ἰωάννης Ἰανωλίδε

Τά Χριστούγεννα ὁ Βαλέριος ἦταν ἀρκετά ζωογονημένος. Τήν νύχτα τῶν ἀγγελικῶν ψαλμωδιῶν συνέθετε ἕνα θαυμάσιο κάλαντο τῶν κρατουμένων τοῦ Τίργου -Ὄκνα.
Στό διπλανό κρεβάτι ξεψύχησε ὁ ἀρχιμανδρίτης Γ. Αὐτός εἶχε ἔλθει σέ σοβαρή κατάσταση ἀπό τό Κανάλι τοῦ Δούναβη καί ἦταν ἕνας ἀπό τούς στύλους τῆς ἀντίστασης. Τήν νύχτα τῆς Γεννήσεως τοῦ Βρέφους Ἰησοῦ ὁ ἀρχιμανδρίτης προσλήφθηκε στόν οὐρανό. Ἔφυγε μέ ἀκλόνητη τήν πίστη του. Ἐπειδή δέν εἶχε καλά ροῦχα, διότι τά δικά του ἦταν βρεγμένα ἀπό τόν ἱδρῶτα, ὁ Βαλέριος πρόσφερε τά δικά του καί κράτησε γιά αὐτόν τά τοῦ ἱερέως.
-Αὐτά εἶναι τά μοναστικά μου ἄμφια! Εἶπε συγκινημένος αὐτός. Μ΄ αὐτά νά μέ κηδέψετε!
Ἐκείνη τήν νύχτα τῶν Χριστουγέννων δέν θά τήν ξεχάσω ποτέ. Τριγυρνοῦσα συνεχῶς ἀπό τόν ἕνα ἀσθενῆ στόν ἄλλο, παίρνοντάς τους τόν σφυγμό καί κοιτώντας τους. Κάθε τόσο κοίταζα καί τόν Βαλέριο. Ἦταν χαρούμενος, μακάριος μέσα του, μέ τά βλέφαρα κλειστά, μέ τό κεφάλι κατεβασμένο στό στῆθος.
Οὔτε αὐτός δέν μποροῦσε νά ξεκουραστεῖ.
Μόλις τελείωσα τήν διακονία μου, αἰσθάνθηκα ὅτι μέ καλεῖ μέ τήν ματιά του. Μέ παρακαλεῖ νά πάω κοντά του. Μέ κοιτοῦσε μ΄ ἕνα βάθος πού ποτέ μέχρι τῆς στιγμῆς ἐκείνης δέν τό εἶχα αἰσθανθεῖ. Ἔκανε τόν σταυρό του, μετά ἐπῆρε τό χέρι μου. Ἕνα βαθύ ρῖγος μέ διεπέρασε. Ὁ Βαλέριος ἦταν πολύ συγκεντρωμένος, κάτι παράξενο γι΄ αὐτόν, διότι στήν πνευματική του αὐτή κατάσταση μποροῦσε νά παραμείνει χαλαρός μέχρι καί στίς πιό ὀδυνηρές φάσεις πού ἔπρεπε ὅλοι ἐμεῖς νά τίς περάσουμε. Ἔννοιωσα ὅτι θέλει νά μοῦ πεῖ κάτι.

-Ἰωάννη, ἐσύ εἶσαι ὁ καλύτερός μου φίλος, μοῦ εἶπε. Ἀλλά τώρα δέν ἔρχομαι σάν φίλος σέ σένα. Ἔρχομαι νά σοῦ ζητήσω μιά συμβουλή, νά ὑπακούσω σέ σένα. Θέλεις νά μέ ἀκούσεις;
- Σέ ἀκούω, ἀπάντησα, ἀλλά δέν ξέρω ἄν εἶμαι ἄξιος γιά τήν ἐμπιστοσύνη σου σέ μένα.
Ὁ Βαλέριος ἔκλεισε τά μάτια καί μοῦ εἶπε ἤρεμος:
-Αὐτήν τήν νύχτα ἀγρυπνοῦσα. Περίμενα νά ἔλθει ἡ μελωδία τοῦ καλάντου μου. Ἐπιθυμοῦσα νά εἶναι πολύ ὡραία. Τήν ἔψαλλα στό νοῦ μου. Τήν ξεχώρισα ἀπό τούς ὑψηλούς οὐρανούς ἀπό ὅπου κατέβαινε. Ἦταν λίγο δύσκολη γιά μένα, διότι δέν γνωρίζω πολύ μουσική.
Λοιπόν, ἤμουν ἄγρυπνος, νηφάλιος καί ἤρεμος ὅταν ξαφνικά εἶδα ὅτι ἔχω στό χέρι τήν φωτογραφία τῆς Σέτας (τῆς δεσποινίδας πού εἶχε ἀγαπήσει). Κατάπληκτος λόγῳ τοῦ γεγονότος, σήκωσα τά μάτια μου καί στήν ἄκρη τοῦ κρεβατιοῦ εἶδα τήν Παναγία, ντυμένη σέ λευκά, ὄρθια, ζωντανή, πραγματική.
Ἦταν χωρίς τό Βρέφος. Ἡ παρουσία της μοῦ φαινόταν ὑλική. Ἡ Παναγία ἦταν πραγματικά δίπλα μου. Ἤμουν πολύ εὐτυχής. Εἶχα ξεχάσει τά πάντα. Ὁ χρόνος μοῦ φαινόταν σάν ἀτέλειωτος. Τότε Αὐτή μοῦ εἶπε: Ἐγώ εἶμαι ἡ ἀγάπη σου! Νά μήν φοβᾶσαι! Νά μήν ἀμφιβάλλεις!
Ἡ νίκη θα εἶναι τοῦ Υἱοῦ μου! Αὐτός ἁγίασε τώρα αὐτόν τόν τόπο γιά ὅσα θά γίνουν ἐδῶ στό μέλλον. Οἱ δυνάμεις τοῦ σκότους αὐξάνουν καί ἀκόμη θά φοβίζουν τόν κόσμο, ἀλλά θά ἀφανίζονται. Ὁ Υἱός μου περιμένει τούς ἀνθρώπους νά ἐπιστρέψουν στήν πίστη.
Σήμερα οἱ υἱοί τοῦ σκότους εἶναι πιό ἀτρόμητοι ἀπό τούς υἱούς τοῦ φωτός. Ἔστω κι ἄν σᾶς φαίνεται ὅτι δέν ὑπάρχει πιά πίστη στήν γῆ, νά ξέρετε ὅμως ὅτι ἡ ἀπολύτρωση θά ἔλθει, ἀλλά μέ φωτιά καί ἐμπρησμούς. Ὁ κόσμος πρέπει ἀκόμη νά ὑποφέρει. Ἐδῶ, ὅμως, ὑπάρχει πολύ πίστη καί ἦλθα νά σᾶς ἐνθαρρύνω.
Κρατεῖτε τήν ὁμολογία σας, ὁ κόσμος ἀνήκει στόν Χριστό! Μετά ἡ Παναγία ἐξαφανίστηκε καί ἐγώ ἔμεινα πλημμυρισμένος ἀπό εὐτυχία. Κοίταξα τό χέρι μου, ἀλλά δέν εἶχα καμμιά φωτογραφία.
Ὁ Βαλέριος μιλοῦσε ἁπλᾶ, ἀνοιχτά, χωρίς ὑπερηφάνεια.
Ἡ ψυχή του ἦταν σάν ἕνα βάζο τοῦ πιό γνήσιου κρυστάλλου, βάζο πού ἀξιώθηκε νά δεχτεῖ τόν Χριστό. Ἡ ταπεινή του σκέψη καί ἡ εἰρήνη μέ τήν ὁποία μοῦ ὡμίλησε μοῦ ἔδωσαν τήν πεποίθησι ὅτι δέν ἦταν μιά πλάνη. Αἰσθανόμουν κι ἐγώ ἁγιασμένος, ἀνακαινισμένος, συμμετέχοντας στό θαῦμα. Μέ συστολή, ἀλλά καί μέ πεποίθηση τοῦ εἶπα ἁπλᾶ:
-Ὁ Θεός μᾶς προστατεύει. Ἐμεῖς μποροῦμε νά πέσουμε, ἀλλά Αὐτός θά νικᾶ. Χρειαζόμαστε πίστη καί τώρα μποροῦμε νά ἔχουμε περισσότερη. Νά προσευχὀμαστε!
Εἴπαμε μαζί μιά σύντομη προσευχή. Καί, στήν ἡσυχία τοῦ δωματίου 4, χῶρο γιά τούς ἑτοιμοθάνατους, γιά μιά στιγμή οἱ ψυχές μας ἔγιναν κλίμακα πρός τόν οὐρανό.